- ὠμοβρώς
- ὠμοβρώςeating raw fleshmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωμοβρώς — ῶτος, ὁ, ἡ, Α 1. ωμοβόρος 2. ὠμόβρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. σαρκο βρώς] … Dictionary of Greek
ὠμοβρῶσι — ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβρῶτες — ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμοβρῶτ' — ὠμοβρῶτα , ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem acc sg ὠμοβρῶτι , ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem dat sg ὠμοβρῶτε , ὠμοβρώς eating raw flesh masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek